- πυκνώνω
- πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [πυκνός]1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α. «πυκνώνω τις γραμμές τού στρατού» β. «πυκνοῡσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», Αριστοτ.)νεοελλ.1. κάνω κάτι παχύρρευστο2. κάνω κάτι πολυαριθμότερο ή συχνότερο, πολλαπλασιάζω κάτι («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)3. γίνομαι πυκνός, συμπυκνώνομαι4. (στην προστ. αορ.) πυκνώσατε(ως στρατιωτικό και γυμναστικό παράγγελμα) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή τάξη, σε αντιδιαστολή προς το αραιώσατεαρχ.1. (για το αποτέλεσμα τού ψύχους) στερεοποιώ, παγώνω, πήζω («τό... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», Αριστοτ.)2. συσφίγγω, στενεύω, («πυκνοῡν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)3. (σχετικά με το στομάχι) υπερπληρώ4. καλύπτω κάτι πυκνά με κάτι άλλο («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, καικίας μὲν σφόδρα, λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», Αριστοτ.)5. (λογ.) συμπτύσσω ως προς τη σημασία, ως προς το νόημα6. μέσ. πυκνοῡμαι, -όομαι(για την αναπνοή) συγκρατούμαι7. παθ. είμαι σύντομος και περιεκτικός («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῑς χρήμασι», Δίον. Αλ.)8. φρ. «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, συγκεντρώνω τον νου μου σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.